- διαστέλλει
- διαστέλλωput asunderpres ind mp 2nd sgδιαστέλλωput asunderpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
διασταλτικός — ή, ό 1. ικανός να διαστέλλει ή να διαστέλλεται 2. «διασταλτική ερμηνεία νόμου» η ερμηνεία η οποία επεκτείνει την έννοια τού νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα τού νόμου αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του … Dictionary of Greek
διασταλτικότητα — η 1. η ιδιότητα τών σωμάτων να διαστέλλονται όταν θερμανθούν 2. η ιδιότητα τής θερμότητας να διαστέλλει τα σώματα … Dictionary of Greek
ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… … Dictionary of Greek
ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… … Dictionary of Greek
κολποσκόπηση — Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του… … Dictionary of Greek
χρυσαλίδα — Νύμφη των λεπιδόπτερων, που ονομάστηκε έτσι γιατί μερικά είδη της φέρουν στίγματα και βούλες χρυσές. Αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο σε αδράνεια στάδιο της ανάπτυξης των ολομετάβολων εντόμων, δηλαδή αυτών που έχουν πλήρη μεταμόρφωση. Εκτός από τα… … Dictionary of Greek
κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)